δελτοειδής

δελτοειδής
Ογκώδης μυς που καλύπτει την άρθρωση του ώμου, εκφύεται από τα οστά της κλείδας και της απόφυσης της ωμοπλάτης και καταφύεται στο μέσο του βραχιονίου. Από αυτόν εξαρτάται η ανυψωτική κίνηση του βραχίονα. Η ονομασία του οφείλεται στο σχήμα του, που μοιάζει με το γράμμα Δ αντεστραμμένο.
* * *
-ές (AM δελτοειδής, -ές)
όποιος έχει το σχήμα τού γράμματος Δ
νεοελλ.
1. ανατ. «δελτοειδής μυς» — ισχυρός τριγωνικός μυς ο οποίος περιβάλλει την άρθρωση τού ώμου
2. «δελτοειδής σύνδεσμος» — σύνδεσμος τής κνημαστραγαλικής διαρθρώσεως, αποτελούμενος από τρεις τριγωνικές δεσμίδες
3. «δελτοειδές έπαρμα ή φύμα» — τραχύ και πλατύ έπαρμα τής εξωτερικής επιφάνειας τού βραχιόνιου οστού
4. βιολ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα δελτοειδή
οικογένεια Λεπιδόπτερων Εντόμων
5. βοτ. δελτοειδή
κατηγορία φυτών με τριγωνικά φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτα + -ειδής < είδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δελτοειδής — delta shaped masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελτοειδῆ — δελτοειδής delta shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δελτοειδής delta shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δελτοειδής delta shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελτοειδές — δελτοειδής delta shaped masc/fem voc sg δελτοειδής delta shaped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελτοειδοῦς — δελτοειδής delta shaped masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελτοειδῶς — δελτοειδής delta shaped adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Musculus deltoideus — Ursprung Pars clavicularis:Schlüsselbein Pars acromialis: Acromion des Schulterblatts Pars spinalis: Schulterblatt (Spina scapulae) …   Deutsch Wikipedia

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • σησαμοειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με σουσάμι, με σπόρο σουσαμιού νεοελλ. ανατ. φρ. α) «σησαμοειδή οστά» μικρά στρογγυλά οστά που μοιάζουν με κόκκους σουσαμιού και αναπτύσσονται μέσα στους τένοντες οι οποίοι διέρχονται από τις αρθρώσεις β) «σησαμοειδείς… …   Dictionary of Greek

  • ωμιαίος — α, ο / ὠμιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, που βρίσκεται στον ώμο, ωμικός νεοελλ. φρ. «ωμιαία ζώνη» ανατ. η ωμική ζώνη αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὠμιαία πιθ. ο δελτοειδής μυς 2. φρ. «ὠμιαία φλέψ» η κεφαλική φλέβα τού… …   Dictionary of Greek

  • αουβριετία — (aubrietia). Γένος πολυετών, αειφύλλων, φρυγανωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών. Τα φυτά αυτά είναι ιθαγενή των περιοχών της ανατολικής Μεσογείου. Όλα τα είδη καλύπτονται από τρίχες και οι βλαστοί τους δεν είναι όρθιοι, αλλά ακουμπούν στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”